David Sedaris: «Είναι πολύ άσχημο να προσπαθεί κάποιος που δεν είναι εξαιρετικά ευφυής να δείχνει αρκετά έξυπνος»

tumblr_mqvbf70ubD1qd9dz2o1_1280

Από τον Γιώργο Καρουζάκη

Ο Ντέιβιντ Σεντάρις, ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας, ανοίγει την κουβέντα μας στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής στο Παρίσι, με απρόβλεπτο τρόπο: «Είσαι ο πρώτος Έλληνας δημοσιογράφος στην παγκόσμια ιστορία που παίρνει πέντε λεπτά νωρίτερα τηλέφωνο από το προκαθορισμένο ραντεβού. Συνήθως, με καλούν με 45 λεπτά καθυστέρηση. Είμαι ευτυχισμένος». Τον περασμένο μήνα, ο μετρ της σάτιρας, με το καυστικό χιούμορ και τη διεισδυτική ματιά στον κόσμο που τον περιβάλλει, βρέθηκε στη Μικρή Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, όπου μίλησε για όλα τα θέματα που τον απασχολούν στη μακρόχρονη πορεία του. Mε αυτήν την ευκαιρία μιλήσαμε μαζί του. 

Γεννήθηκε το 1957 στη Νέα Υόρκη από Έλληνα πατέρα, μετανάστη δεύτερης γενιάς, και μητέρα Αμερικανίδα. Πριν γίνει συγγραφέας και ραδιοφωνικός σχολιαστής, υπήρξε ένα δειλό παιδί. «Όταν μεγάλωνα δεν ήμουν αθλητικός τύπος, δεν ήμουν εξαιρετικά δημοφιλής ή πολύ όμορφος. Δεν ήμουν ψηλός, και έπρεπε να γίνω κάτι», λέει. Σίγουρα τα κατάφερε. Στην τελευταία περιοδεία του δεν ήταν λίγες οι φορές που αφηγήθηκε τις ιστορίες του μπροστά σε ένα ακροατήριο 4000 ατόμων.

Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεστε στην Ελλάδα. Τι γνώμη έχετε για τη χώρα καταγωγής του πατέρα σας;

«Την έχω επισκεφθεί μερικές φορές. Αυτό που θυμάμαι πάντα από την Ελλάδα είναι τα αδέσποτα σκυλιά στους δρόμους και τους ταξιτζήδες να φωνάζουν. Στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και στο Αμάν έβλεπα παντού αδέσποτες γάτες, στην Ελλάδα αδέσποτα σκυλιά. Η εικόνα των αδέσποτων σκυλιών που τριγυρνούν στην πόλη, ψάχνοντας τροφή στα σκουπίδια, δεν είναι καλή για μια χώρα. Νομίζω ότι είναι σημάδι μιας χώρας με μεγάλους μπελάδες».

Δεν ξέρω πώς θα νιώσετε αυτή τη φορά που θα δείτε περισσότερους άστεγους ανθρώπους να περιφέρονται στους δρόμους.

«Είναι αλήθεια ότι όταν επιστρέφω στις Ηνωμένες Πολιτείες βλέπω παντού “αδέσποτους ανθρώπους”. Ίσως, τελικά, να έχουμε συνηθίσει το θέαμα των “αδέσποτων ανθρώπων”, αλλά μόλις δούμε ένα αδέσποτο σκύλο ή μια αδέσποτη γάτα, λέμε: “Για κοίτα ! Εδώ έχουν πολλά προβλήματα. Κάτι που δεν το σκεφτόμαστε όταν βλέπουμε ανθρώπους να περιφέρονται στους δρόμους».

8186491974_a72536739e_k

Πρόσφατα δημοσιεύσατε στο περιοδικό Νew Yorker ένα άρθρο για την αυτοκτονία της αδερφής σας. Γιατί θελήσατε να μιλήσετε, δημοσίως, για αυτό το θέμα;

«Αρχικά είχα παρουσιάσει μια εκδοχή αυτής της ιστορίας στο ραδιόφωνο του BBC. Με κάλεσαν, λοιπόν, από το BBC και μου είπαν ότι δεν θέλουν άλλες λυπημένες ιστορίες από μένα, παρά μόνο αστείες και ευτυχισμένες. Γράφοντας αυτό το κείμενο, δεν είχα σκοπό να αναφερθώ λεπτομερώς στην ιατρική διάγνωση της αδερφής μου, στα προβλήματά της. Ήθελα, απλώς, να γράψω για εμάς, για την υπόλοιπη οικογένεια, να βρω έναν τρόπο να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας, να αντιμετωπίσουμε το γεγονός και να προχωρήσουμε χωρίς εκείνη. Αυτή είναι η οπτική γωνία του κειμένου».

Είναι αλήθεια ότι όλοι περιμένουν από εσάς να είστε διασκεδαστικός, να λέτε αστείες ιστορίες. Αυτή η προσδοκία σάς δυσκολεύει ή την έχετε αποδεχτεί και την απολαμβάνετε;

«Νομίζω ότι είναι κάτι που το έχω αποδεχτεί και το απολαμβάνω. Πιστεύω ότι υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που μπορούν να γράφουν εξαιρετικά για πολύ σοβαρά θέματα. Εγώ μπορώ να γράφω καλά για αστεία πράγματα. Όταν ήμουν νεότερος, στα πρώτα μου βήματα στο γράψιμο, σκεφτόμουν ότι αν έγραφα κείμενα που θα έκαναν τους άλλους να γελούν, θα έμοιαζα επιπόλαιος, ανόητος, και δεν θα είχα την εκτίμηση κανενός. Μετά σκέφτηκα: “Για στάσου ! Δεν μπορούν όλοι να γράψουν αστεία για την πραγματικότητα. Αυτή είναι η ικανότητά που έχω, και ίσως θα πρέπει να την αγκαλιάσω».

Δεν φαίνεται, πάντως, εύκολο να γράφει ή να λέει κάποιος μια ιστορία και να κάνει τους άλλους να γελούν.

«Επειδή μου στέλνουν αρκετά κείμενα να διαβάσω για να πω την άποψή μου, και θυμάμαι, ακόμα, και τα πρώτα δικά μου κείμενα, υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που προσπαθούν σκληρά να γράψουν κάτι για να προκαλέσουν το γέλιο του κοινού. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να διαβάζεις ή να ακούς τέτοιες ιστορίες. Θα ήθελα πολύ, βέβαια, να έχω το χάρισμα της Σούζαν Σόνταγκ. Όταν ήμουν είκοσι ετών και διάβαζα κείμενά της, προσπαθούσα να τη μιμηθώ. Μέχρι που σκέφτηκα: “Ει ! Έπρεπε να το είχα αντιληφθεί: δεν είμαι τρομερά έξυπνος όσο η Σούζαν Σόνταγκ. Εντάξει, μπορώ να καταφέρω μερικά πράγματα στη ζωή μου, αλλά δεν είμαι ιδιοφυΐα”. Και είναι πράγματι πάρα πολύ άσχημο να προσπαθεί κάποιος που δεν είναι εξαιρετικά ευφυής να δείχνει αρκετά έξυπνος. Αυτό είναι, νομίζω, χειρότερο από το να προσπαθεί να δείχνει διασκεδαστικός.

» Όλα αυτά έχουν σχέση με τη αποδοχή του εαυτού μας, όποιος κι αν είναι αυτός. Οφείλεις να αποδέχεσαι ορισμένα πράγματα. Και, επίσης, πιστεύω, ότι το να αποδέχεσαι τη δύναμη σου, τις ικανότητες και το ταλέντο σου, είναι, μερικές φορές, το ίδιο δύσκολο με το να αποδέχεσαι τις αδυναμίες σου. Αν είσαι καλεσμένος σε ένα πάρτι, και βρεθείς σε ένα τραπέζι μαζί με άλλους ανθρώπους, διαπιστώνεις ότι κάποιος μπορεί να λέει κάτι πολύ βαθύ και να κάνει τους άλλους να σκέφτονται, κάποιος άλλος μπορεί να πει μια ιστορία τραγική και να δώσει κουράγιο. Εγώ μπορώ να κάνω τους ανθρώπους να γελούν. Αυτός είναι ο λόγος, άλλωστε, που προσκλήθηκα σε αυτό το πάρτι. Και επειδή προσκλήθηκα για κάτι στο οποίο είμαι καλός, γιατί να μη γίνω πάρα πολύ καλός σε αυτό που εκτιμούν οι άλλοι σε μένα;»

315183859_29af5b0bb4_o-1Αυτή η ικανότητα έχει αναπτυχθεί από την εμπειρία σας να διαβάζετε δημοσίως τα κείμενα σας και να παρατηρείτε τις αντιδράσεις του κοινού;

«Όταν ήμουν είκοσι χρόνων και ζούσα στο Σικάγο, πήγαινα συχνά να ακούσω ανθρώπους να διαβάζουν τα έργα τους. Κάποιος ανέβαινε στο βήμα να διαβάσει, και η ιστορία του χανόταν σε μια ατέρμονη ονειρική αλληλουχία συμβάντων, κανένας από τους χαρακτήρες του δεν είχε όνομα, και όσα άκουγα έμοιαζαν με να είδος εσωτερικού μονολόγου, όπου ο αφηγητής ήταν μόνος με τον εαυτό του μέσα στο πλήθος. Έμοιαζε να μην έχει ανάγκη κανέναν, ούτε και ήθελε να πάρει οτιδήποτε από κάποιον άλλον. Έλεγε, για παράδειγμα: “Θα σας διαβάσω το πρώτο από τα δώδεκα ποιήματα μου”. Αυτομάτως σκεφτόμουν: “Ουάου ! θα ακούσουμε δώδεκα ποιήματα; Άρα, μας έχουν μείνει άλλα έντεκα ποιήματα !” Και μετρούσα : δέκα ακόμα, εννιά ακόμα, οκτώ ακόμα, κ.ο.κ. Ποτέ, επίσης, ο αφηγητής δεν έδειχνε στο κοινό τις σελίδες κρατούσε στα χέρια του. Αν το έκανε, θα ανησυχούσαμε περισσότερο: “Κοίτα πόσες σελίδες μας περιμένουν !” Και έτσι, οι ομιλητές έκρυβαν διακριτικά τις σελίδες που κρατούσαν στα χέρια τους.

»Τότε, ανακάλυψα, επίσης, ότι όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να γράψουν και να διαβάσουν κάτι που έχει σχέση με τη ζωή τους, θέλουν να ακούγονται ηρωικοί, ευαίσθητοι, κρατούν για τον εαυτό τους τη θέση του καλού παιδιού. Όλα αυτά είναι λάθος για μένα. Για αυτό είμαι βέβαιος  ότι αν βρεθώ σε ένα δωμάτιο με δώδεκα άτομα, θα είμαι ο χειρότερος ανάμεσά τους. Δεν έχω βρεθεί ποτέ, βέβαια, στο ίδιο δωμάτιο με τον Χίτλερ, αλλά αν εξαιρέσεις αυτόν, νομίζω ότι είμαι ο χειρότερος από όλους».

Υπάρχει κάποια πλευρά του εαυτού σας που την κρατάτε κρυφή και δεν την εκθέτετε ποτέ;

«Δεν γράφω ποτέ για σεξ. Γιατί δεν θέλω να γράψω για τους ανθρώπους με τους οποίους έχω κάνει σεξ, και επειδή, ειλικρινά, δεν είναι ο τομέας μου. Υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν εξαιρετικά για το σεξ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι το θέμα που μπορώ να γράψω. Δεν γράφω, επίσης, για ορισμένα καλά πράγματα που κάνω, όσα έχουν σχέση με φιλανθρωπίες. Δεν μπορείς να μιλάς δημοσίως για αυτά τα θέματα. Είναι απαίσιο».

Σας αποκαλούν συχνά συγγραφέα-βιομηχανία, επειδή υπάρχει ένας τεράστιος μηχανισμός, ο οποίος στηρίζει το εξοντωτικό πρόγραμμα των διαλέξεων που κάνετε σε όλο τον κόσμο. Αποδέχεστε τον χαρακτηρισμό;

«Είναι μια πολύ σωστή διαπίστωση αυτή για μένα. Είναι επιλογή μου. Έχω έναν ατζέντη που οργανώνει ετησίως τις διαλέξεις μου σε όλο τον κόσμο. Όταν ξεκινούσα να κάνω τις πρώτες αναγνώσεις των κειμένων μου ερχόταν κάποιος και μου έλεγε: “θα μπορούσατε να κάνετε μια ανάγνωση σε τρεις βδομάδες;” Άρχισα, λοιπόν, να αποδέχομαι τις προσκλήσεις, επειδή μου έδιναν την ευκαιρία να γράφω κάθε φορά μια καινούργια ιστορία. Θεώρησα ότι έτσι μπορούσα να προχωρήσω και να γράφω, συνεχώς, νέες ιστορίες. Είμαι δημιουργικός όταν ξέρω ότι πρέπει να παραδώσω μια ιστορία σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Μπορεί να έρθει, κάποτε, μια μέρα που θα είμαι σε περιοδεία και κανείς δεν θα βρίσκεται στην αίθουσα για να να με ακούσει. Θα είναι, σίγουρα, για μένα, μια πολύ λυπημένη μέρα, αλλά θα την αντιμετωπίσω».

Ο πατέρας σας, είναι ένα πρόσωπο που εμφανίζεται συχνά στις ιστορίες σας, όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο. Τι δυσκόλεψε τη σχέση σας;

«Όταν ήμουν νεότερος ήθελα να έχω μια διαφορετική οικογένεια, το σκεφτόμουν συχνά. Οι πιο πολλοί άνθρωποι το σκέφτονται, νομίζω. Θυμάμαι να λέω για κάποιο πρόσωπο που γνώριζα: “αν αυτός ήταν ο πατέρας μου, η ζωή μου θα ήταν τόσο διαφορετική, τόσο καλύτερη”. Τώρα, όμως, νιώθω ευγνώμων για τον πατέρα που έχω. Είναι ακριβώς ο πατέρας που χρειαζόμουν. Είχαμε διαφωνίες. Έκανα πάντα ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ήθελε. Και αυτό ήταν θαυμάσιο. Αν είχα έναν πατέρα που θα ήταν υποστηρικτικός, και θα μου έλεγε, διαρκώς, πόσο σπουδαίος είμαι, δεν νομίζω ότι θα προσπαθούσα να κάνω αυτά που έκανα».

 Ήταν εύκολο για εκείνον να αποδεχτεί την ομοφυλοφιλία σας;

«Όχι καθόλου. Έχω μια φίλη στο Σικάγο, την Έβελιν. Έμενα στο σπίτι της για ένα διάστημα. Είναι από τους ανθρώπους που εκτιμώ και θα μείνουμε για πάντα φίλοι. Σε μια συζήτηση με τον πατέρα μου, τού είπα: “Βρέθηκα στο Σικάγο και γευμάτισα με την Έβελιν”. Και, τότε, τον άκουσα να λέει: “Είναι σπουδαία κοπέλα η Έβελιν, πρέπει να την παντρευτείς”. Ενώ ήξερε ότι είμαι με τον Χιου, τον σύντροφό μου επί είκοσι χρόνια, μού έλεγε ακόμα να παντρευτώ μια γυναίκα στο Σικάγο. “Μπαμπά, ξεχνάς πώς είμαι γκέι. Ξέρεις ελάχιστα την Έβελιν. Δεν θα ήθελε, και δεν υπάρχει λόγος να παντρευτεί έναν γκέι άντρα”, απάντησα. Εκείνος, όμως, επέμενε: “Θα της κάνεις σεξ μια φορά το μήνα, κι όλα θα είναι εντάξει”. “Μπαμπά”, συνέχισα εγώ, “δεν θα μπορούσα να της κάνω σεξ μια φορά το μήνα γιατί θα ήταν αηδιαστικό για μένα. Εσύ θα μπορούσες να κάνεις στοματικό έρωτα σε έναν άντρα μια φορά το μήνα;”

H πρόσφατη περιπέτεια του Γούντι Άλεν ανήκει σίγουρα στις δυσάρεστες ιστορίες. Ποια είναι η δική σας άποψη;

«Ο Γούντι Αλλεν ποτέ δεν συνελήφθη, και δεν κατηγορήθηκε επίσημα για οτιδήποτε. Με όσα συνέβησαν τον τελευταίο καιρό αρκετοί άνθρωποι αναρωτιούνται αν είναι παιδόφιλος, και αυτό, είμαι σίγουρος, θα τον ακολουθεί μέχρι το θάνατό του. Δεν μπορώ να ξέρω την αλήθεια. Ποιος ξέρει… Δεν θα ήθελα, σε καμία περίπτωση, να πιστέψω ότι όσα τον κατηγορούν είναι αληθινά».

*Στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Μελάνι, κυκλοφορούν τα βιβλία του: Ας συζητήσουμε για τον διαβήτη με κουκουβάγιες, Ντελίριουμ, Ημερολόγια από τη χώρα των Χριστουγέννων, Σκίουρος ζητεί βερβερίτσα, Γυμνός, Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια, Όταν σας έχουν τυλίξει οι φλόγες και Εγκώ μιλήσει καλά κάποια μέρα.

Related Posts