Hans Ulrich Obrist, οραματιστής και πλάνητας

Hans Ulrich Orbist

Από τον Γιώργο Καρουζάκη

To αμερικανικό περιοδικό «New Yorker» είχε δημοσιεύσει, πριν από μερικά χρόνια, ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα – πορτρέτο για τον Ελβετό επιμελητή Hans Ulrich Obrist με τίτλο, «Ο άνθρωπος που δεν κοιμάται ποτέ». Ο τίτλος αναφέρεται στη δημιουργική φύση του Obrist, υπαινίσσεται ακόμη την πολυπραγμοσύνη του και τη διάθεσή του να μετακινείται, διαρκώς, για χάρη της τέχνης σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Πρόκειται, άλλωστε, για έναν από τους πιο δραστήριους επιμελητές εκθέσεων και θεωρητικούς της σύγχρονης τέχνης. Αυτήν την εποχή είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής των Serpentine Galleries του Λονδίνου. Τα εγκυρότερα περιοδικά τέχνης τοποθετούν, επίσης, το όνομά του στην κορυφή των καταλόγων με τις ισχυρότερες προσωπικότητες του κόσμου της τέχνης.

Στη συζήτηση που είχαμε πρόσφατα μαζί του, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, χαρακτήρισε τον εαυτό του flâneur: «Όλη μου η ζωή έχει σχέση με την περιπλάνηση. Είναι μέρος της καθημερινότητάς μου», είπε χωρίς καμία διάθεση εκζήτησης. Στη σύντομη συνάντησή μας διακρίναμε, πάντως, το πολύπλευρο ενδιαφέρον του για την τέχνη. Δεν το περιορίζει σε ένα είδος καλλιτεχνικής έκφρασης ή σε μια ομάδα καλλιτεχνών. Το όραμά του για την τέχνη του 21ου αιώνα είναι, όπως υποστήριξε – ανεβάζοντας ελάχιστα τον τόνο της φωνής του- η λειτουργία ενός «εργοστασίου παραγωγής ιδεών και έργων» που θα φέρει κοντά όλες τις μορφές δημιουργίας, την επιστήμη και τη σύγχρονη σκέψη. «Έχουμε τόσες πολλές εκθέσεις, μπιενάλε κάθε είδους, μουσικά φεστιβάλ, αρχιτεκτονικές διοργανώσεις, μουσεία για την επιστήμη… Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να σπάσουμε τα όρια, να αμβλύνουμε τους περιορισμούς ανάμεσα σε όλα αυτά τα διαφορετικά πεδία και να τα συνδέσουμε, επίσης, με τα κοινωνικά και τα οικολογικά ζητήματα της εποχής».

Maria Lassnig – Woman Laokoon

Η ελληνική μυθολογία στα βουνά της Αυστρίας

Τέτοιου είδους πολύπλευρες αναζητήσεις εντοπίζει αφομοιωμένες και στο έργο της εξαιρετικής αυστριακής εικαστικού Maria Lassnig (1919 – 2014). Ο Hans Ulrich Obrist είναι εκείνος που επιμελήθηκε την έκθεσή της, με τίτλο «Το Μέλλον Επινοείται με Θραύσματα του Παρελθόντος», στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων (έως και 17 Ιουλίου). Αποτελεί το τελευταίο εκθεσιακό γεγονός που πρόλαβε να σχεδιάσει η ίδια η Maria Lassnig μαζί του. Περιλαμβάνει σημαντικά έργα που αναδεικνύουν τη σχέση της καλλιτέχνιδας με την Ελλάδα, την αρχαιότητα, τη μυθολογία, το ρόλο της γυναίκας και το ελληνικό τοπίο.

Η Lassnig, στους πίνακες που βλέπουμε στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, έχει ζωγραφίσει δεκάδες μυθολογικές μορφές με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο. Ο Σίσυφος, η Αφροδίτη, ο Αίολος, ο Λαοκόων, η Αρπαγή της Ευρώπης αποκτούν στις ακουαρέλες και τα σχέδιά της μια ρευστή, απόκοσμη, αποσπασματική υπόσταση. Συμβατή, όμως, με τη «ζωγραφική σωματικής συνειδητοποίησης», το εικαστικό ιδίωμα που εισήγαγε η Lassnig για να απεικονίσει τις πιο λεπτές, σχεδόν αόρατες, όψεις εσωτερικών αισθήσεων.

Η ίδια, σε αυτή τη διαδικασία, είχε απομακρυνθεί από τη μονότονη αναπαραγωγή της αρρενωπότητας ή της επιβλητικότητας των μυθολογικών όντων. Με μια ελευθερία πρωτόγνωρη, αλλά και χιούμορ αναμειγμένο με αγωνία και σαρκασμό, ζωγράφισε, για παράδειγμα, τη «Γυναίκα Λαοκόων»: γυμνή, με ορθάνοιχτα σκέλη και τεντωμένα χέρια που συμπλέκονται με ένα τεράστιο πράσινο φίδι. Στην παράσταση της Ευρώπης με τον Ταύρο, το ρωμαλέο ζώο της μυθολογίας έχει συρρικνωθεί στη μορφή ενός μικρού φοβισμένου μοσχαριού στην πλάτη της Ευρώπης, που στέκεται όρθια και αγέρωχη μέσα στο νερό.

«Για μένα η Lassnig είναι μια από τις σπουδαιότερες ζωγράφους του 20ού αιώνα», λέει ο Hans Ulrich Obrist. Και προσθέτει: «Θυμάμαι ότι όταν παρουσιάσαμε το έργο της στην Αγγλία, οι κριτικοί τη συνέκριναν με τον Φράνσις Μπέικον. Λίγο πριν πεθάνει, σχεδιάσαμε να παρουσιάσουμε αυτή την άγνωστη πλευρά της δουλειάς της, που συνδέεται με τους μύθους και την ελληνική αρχαιότητα. Στη συνέχεια, συνάντησα τον Ντένη Ζαχαρόπουλο και σκεφτήκαμε ότι θα ήταν θαυμάσιο να δείξουμε την έκθεση στην Ελλάδα, στη χώρα που ενέπνευσε αυτά τα έργα και όχι στη Βιέννη».

Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη ζωγραφική της υβριδική, θεωρεί ότι τα όντα που την κατοικούν μοιάζουν με cyborgs, και ότι πολλά από τα έργα της ανακαλούν τον κόσμο της επιστημονικής φαντασίας. Αν και ο Obrist γνωρίζει ότι αρκετές μυθολογικές παραστάσεις της αρχαιότητας βρίθουν, επίσης, από αλλόκοτα, υβριδικά πλάσματα, ο τρόπος που η Lassnig αποδίδει τις μορφές και το περιβάλλον των μύθων είναι μοναδικός: «Ερχόταν στην Ελλάδα για διακοπές, επισκεπτόταν διαφορετικά νησιά, και επέστρεφε στην Αυστρία για να ζωγραφίσει.

»Το στούντιό της βρισκόταν στα αυστριακά βουνά. Απροσδόκητα, μετέφερε την ελληνική μυθολογία στα βουνά της Αυστρίας. Και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, επειδή μπορείς να παρατηρήσεις ότι σε αυτούς τους πίνακες το πράσινο χρώμα, για παράδειγμα, δεν είναι εκείνο του ελληνικού τοπίου, αλλά το πράσινο των αυστριακών βουνών. Συνδύαζε τα χρώματα της αυστριακής φύσης με το φως και τα χρώματα της Ελλάδας. Και αυτή είναι μια ακόμη υβριδική και δημιουργική διάσταση του έργου της».

Ένα εργοστάσιο παραγωγής ιδεών

Ο Hans Ulrich Obrist θεωρεί ότι η ζωγραφική, γενικότερα, είναι ένα μέσο που μπορεί μέσα από τη εργασία εμπνευσμένων καλλιτεχνών να μας εκπλήξει ακόμη και σήμερα, που όλα μοιάζει να έχουν δοκιμαστεί. Όσο για το αδιέξοδο που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης τέχνης, με έργα που ανακυκλώνουν, συχνά αδέξια, παλαιότερες κατακτήσεις, ο ίδιος μίλησε για μία νέα κατεύθυνση της τέχνης: «Νομίζω ότι το επόμενο βήμα βρίσκεται κοντά σε αυτό που κάνει ο Ian Cheng. Είναι ένας νέος καλλιτέχνης που δουλεύει με την ψηφιακή τεχνολογία και δημιουργεί εξαιρετικά έργα – ολόκληρους πολιτισμούς – μέσα από το ψηφιακό animation. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κατεύθυνση προς την ψηφιακή τεχνολογία θα εξαφανίσει την ανάγκη μας να σχεδιάζουμε ή να ζωγραφίζουμε με το χέρι.

» Είμαστε, βέβαια, στην αρχή αυτής της νέας τεχνολογικής περιπέτειας. Γενικότερα, θεωρώ ότι οι εκθέσεις θα πρέπει να σχεδιάζονται πια, ώστε να έχουν τη μορφή εξαιρετικών εμπειριών και όχι να συνδέονται με ερμηνείες. Το δικό μου πρότυπο ενσαρκώνει ο κορυφαίος Βρετανός αρχιτέκτονας του 20ου αιώνα Cedric Price, ο οποίος επινόησε το περίφημο Fun Palace. Με ενδιαφέρει αυτή η σύζευξη των δραστηριοτήτων σε έναν χώρο που να μπορεί να φέρει κοντά το θέατρο, τη μουσική, τις εικαστικές τέχνες, την αρχιτεκτονική, την επιστήμη, πολλές διαφορετικές φόρμες».

Η τεχνολογική εξέλιξη δεν έχει μόνο τη φωτεινή της πλευρά. Ο Hans Ulrich Obrist γνωρίζει πολύ καλά την εμπορική κατεύθυνση και το στοιχείο της χειραγώγησης που αναπτύσσεται παράλληλα με την απελευθέρωση και τη διάδοση της πληροφορίας. Στις δραστηριότητές του συγκαταλέγεται η παρατήρηση τέτοιου είδους φαινομένων.

Ο ίδιος κάνει λόγο για την ανάγκη να μάθουμε να φιλτράρουμε τη διαδικτυακή «φούσκα» που δυσκολεύει την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία. «Αυτή η «φούσκα» έχει κυκλώσει τις μηχανές αναζήτησης, τα κοινωνικά δίκτυα, όπου η πληροφορία που παρέχεται προέρχεται, συχνά, μέσα από όσα έχουμε εμείς προεπιλέξει. Πρόκειται για μια λογική αντίθετη στη δική μου τάση για περιπλάνηση», λέει. Και καταλήγει: «Κυριαρχεί μια ψεύτικη περιπλάνηση με την παροχή των πληροφοριών που ξέρουν ότι μας αρέσουν. Με αυτό τον τρόπο, εμποδίζεται η δυνατότητα να κάνουμε νέες ανακαλύψεις. Τελικά, ο τεχνολογικός παράδεισος του διαδικτύου δεν είναι ο ελεύθερος δημόσιος χώρος που οραματιστήκαμε. Για να τον διατηρήσουμε ελεύθερο πρέπει να προσπαθούμε καθημερινά».

Info

Διάρκεια έκθεσης : έως 17 Ιουλίου

Ώρες λειτουργίας: Τρίτη: 10:00 – 21:00, Τετάρτη – Σάββατο 10:00 – 19:00, Κυριακή 10:00 – 16:00

Είσοδος ελεύθερη

Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων (κτίριο Μεταξουργείου)
Λεωνίδου & Μυλλέρου, Πλ. Αυδή, Αθήνα

Related Posts